- ανομοιόστροφος
- -η, -ο (Α ἀνομοιόστροφος, -ον)(για ποιήματα) αυτός που αποτελείται από ανόμοιες στροφέςνεοελλ.(για μηχανές) αυτός που κάνει ανόμοιες περιστροφές, που περιστρέφεται ακανόνιστα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνομοιόστροφα — ἀνομοιόστροφος consisting of unequal strophes neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)